σμηρίζω

σμηρίζω
σμηρίζω
Grammatical information: v.
Meaning: `to abrade, to smooth, to polish' (Hero).
Derivatives: Dimin. -μάτιον n. (Hero Spir.). σμήρισμα n. `airtight ingrained tube'
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Connection with σμῆριγξ seems formally evident, but is semantically not clear (prop. *"depilate" v. t.?). Or lengthened from σμάω, perh. after στηρίζω?
Page in Frisk: 2,749

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σμηρίζω — Α στιλβώνω με τρίψιμο, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από το ρ. σμῶ* / σμήω, κατά το στηρίζω. Η σύνδεση τού ρ. με τη λ. σμῆριγξ δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • σμηρίζεται — σμηρίζω smooth pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσμηρισμένοις — σμηρίζω smooth perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσμηρισμένας — συνεσμηρισμένᾱς , σύν σμηρίζω smooth perf part mp fem acc pl συνεσμηρισμένᾱς , σύν σμηρίζω smooth perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσμηρισμένον — σύν σμηρίζω smooth perf part mp masc acc sg σύν σμηρίζω smooth perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσμηρισμένων — σύν σμηρίζω smooth perf part mp fem gen pl σύν σμηρίζω smooth perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμήρισμα — τὸ, Α 1. σωλήνας που δέχεται μέσα στο σώμα του άλλον σωλήνα, όπως είναι η σύριγγα 2. σωλήνας ο οποίος εισέρχεται σε άλλον κατά ορθή γωνία, είδος στρόφιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμηρίζω «γυαλίζω», λόγω τού ότι οι σωλήνες αυτοί ήταν γυαλισμένοι,… …   Dictionary of Greek

  • συσμηρίζω — Α προσαρμόζω δύο αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε η επαφή τους να είναι αεροστεγής («ποιήσωμεν σωλῆνα σύνθετον κατὰ τὸ μῆκος ἐκ δύο συνεσμηρισμένων ἀλλήλοις», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σμηρίζω «στιλβώνω, γυαλίζω» (για τη σημ. πρβλ. σμήρισμα)] …   Dictionary of Greek

  • συνεσμηρισμένοι — σύν σμηρίζω smooth perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσμηρισμένος — σύν σμηρίζω smooth perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσμηρίσθω — σύν σμηρίζω smooth perf imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”